- θρασύνομαι
- θρασύ̱νομαι , θρασύνωemboldenaor subj mid 1st sg (epic)θρασύ̱νομαι , θρασύνωemboldenpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… … Dictionary of Greek
υπερθρασύνομαι — Α αποκτώ θάρρος σε υπέρμετρο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θρασύνομαι «αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι»] … Dictionary of Greek
ՅԱՄԱՌԵՄ — (եցի.) NBH 2 0318 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c չ. ՅԱՄԱՌԵՄ ՅԱՄԱՌԻՄ. θρασύνομαι temerarius sum ἑπιμένω , ἑπιτίθημαι, ἑγκείμαι persevero; incumbo, insto եւն. Յամառ գտանիլ. յամել՝ յարիլ՝ խստանալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՆԴԳՆԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0324 Chronological Sequence: Early classical, 11c ձ. τολμάω, θρασύνομαι audeo, praesumo ἑπιχειρέω manum admoveo, aggredior. Յանդո՛ւգն բերիլ. յանչափս համարձակիլ. ժպրհիլ. ժտիլ. իշխել. ձեռներէց լինել. *Ընդէ՞ր յանդգնեցաւ սիրտ քո:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)